- χητοσύνη
- χητ-οσύνη, ἡ,A desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χητοσύνη — ἡ, Α 1. στέρηση, ένδεια 2. απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē και κατάλ. σύνη*] … Dictionary of Greek
χητοσύνην — χητοσύνη desolation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)